Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συντυραννοκτονέω
συντύραννος
συντυρόω
συντυφλόω
συντύχημα
συντυχία
συντυχίζειν
συντυχικός
συνυβρίζω
συνυγιαίνω
συνυγραίνομαι
συνυθλέω
συνυλακτέω
συνυμεναιόω
συνυμνέω
συνυμνῳδός
συνυπάγω
συνυπακουστέον
συνυπακούω
συνυπαλλάσσομαι
συνυπαρκτικός
View word page
συνυγραίνομαι
συνυγραίνομαι, Pass.,
A). to be wet along with or together, Gal. 11.585 .


ShortDef

to be wet along with

Debugging

Headword:
συνυγραίνομαι
Headword (normalized):
συνυγραίνομαι
Headword (normalized/stripped):
συνυγραινομαι
IDX:
101095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101096
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνυγραίνομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be wet along with</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">together</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 11.585 </span>.</div> </div><br><br>'}