Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συντυμβωρυχέω
συντυπόω
συντυραννέω
συντυραννοκτονέω
συντύραννος
συντυρόω
συντυφλόω
συντύχημα
συντυχία
συντυχίζειν
συντυχικός
συνυβρίζω
συνυγιαίνω
συνυγραίνομαι
συνυθλέω
συνυλακτέω
συνυμεναιόω
συνυμνέω
συνυμνῳδός
συνυπάγω
συνυπακουστέον
View word page
συντυχικός
συντῠχ-ικός
,
ή
,
όν
,
A).
accidental
,
ὀλισθήσεις
Plu.
2.611a
(
συγχυτικαί
Reiske).
ShortDef
accidental
Debugging
Headword:
συντυχικός
Headword (normalized):
συντυχικός
Headword (normalized/stripped):
συντυχικος
IDX:
101092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101093
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συντῠχ-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">accidental</span>, <span class="quote greek">ὀλισθήσεις</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.611a </span> (<span class="foreign greek">συγχυτικαί</span> Reiske).</div> </div><br><br>'}