Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συντυλόω
συντυμβωρυχέω
συντυπόω
συντυραννέω
συντυραννοκτονέω
συντύραννος
συντυρόω
συντυφλόω
συντύχημα
συντυχία
συντυχίζειν
συντυχικός
συνυβρίζω
συνυγιαίνω
συνυγραίνομαι
συνυθλέω
συνυλακτέω
συνυμεναιόω
συνυμνέω
συνυμνῳδός
συνυπάγω
View word page
συντυχίζειν
συντῠχ-ίζειν· συνσωρεύειν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συντυχίζειν
Headword (normalized):
συντυχίζειν
Headword (normalized/stripped):
συντυχιζειν
IDX:
101091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101092
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συντῠχ-ίζειν·</span> <span class="foreign greek">συνσωρεύειν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}