Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συντρώγω
συντυγχάνω
συντυλόω
συντυμβωρυχέω
συντυπόω
συντυραννέω
συντυραννοκτονέω
συντύραννος
συντυρόω
συντυφλόω
συντύχημα
συντυχία
συντυχίζειν
συντυχικός
συνυβρίζω
συνυγιαίνω
συνυγραίνομαι
συνυθλέω
συνυλακτέω
συνυμεναιόω
συνυμνέω
View word page
συντύχημα
συντύχημα [ῠ],
A). = συντυχία , Apollod.Com. 23 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συντύχημα
Headword (normalized):
συντύχημα
Headword (normalized/stripped):
συντυχημα
IDX:
101089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101090
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συντύχημα</span> [<span class="foreign greek">ῠ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">συντυχία</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0413.tlg001:23" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0413.tlg001:23/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Apollod.Com.</span> 23 </a>.</div> </div><br><br>'}