Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συντρίβω
συντριηραρχέω
συντριηράρχημα
συντριήραρχος
συντρίκλινος
σύντριμμα
συντριμμός
σύντριχος
Σύντριψ
σύντριψις
σύντροπος
συντροφέω
συντρόφη
συντροφία
σύντροφος
συντροχάζω
σύντροχος
συντρυγάω
συντρυφάω
συντρώγω
συντυγχάνω
View word page
σύντροπος
σύντροπος
, dub. sens. in
PMag.Lond.
121.766
(
σύντροφος
(signf.
1.3
) cj. Preisendanz).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σύντροπος
Headword (normalized):
σύντροπος
Headword (normalized/stripped):
συντροπος
IDX:
101070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101071
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύντροπος</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Lond.</span> 121.766 </span> (<span class="foreign greek">σύντροφος</span> (signf. <span class="bibl"> 1.3 </span>) cj. Preisendanz).</div><br><br>'}