Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συντρέχω
σύντρησις
σύντρητος
συντριαινόω
συντριβή
συντριβής
συντρίβω
συντριηραρχέω
συντριηράρχημα
συντριήραρχος
συντρίκλινος
σύντριμμα
συντριμμός
σύντριχος
Σύντριψ
σύντριψις
σύντροπος
συντροφέω
συντρόφη
συντροφία
σύντροφος
View word page
συντρίκλινος
συντρίκλῑνος, ον,
A). reclining at the same table, IG 22.2030.13 (ii A.D., -κλειν-).


ShortDef

reclining at the same table

Debugging

Headword:
συντρίκλινος
Headword (normalized):
συντρίκλινος
Headword (normalized/stripped):
συντρικλινος
IDX:
101064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101065
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συντρίκλῑνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">reclining at the same table,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 22.2030.13 </span> (ii A.D., <span class="foreign greek">-κλειν-</span>).</div> </div><br><br>'}