Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συντρέφω
συντρέχεια
συντρέχω
σύντρησις
σύντρητος
συντριαινόω
συντριβή
συντριβής
συντρίβω
συντριηραρχέω
συντριηράρχημα
συντριήραρχος
συντρίκλινος
σύντριμμα
συντριμμός
σύντριχος
Σύντριψ
σύντριψις
σύντροπος
συντροφέω
συντρόφη
View word page
συντριηράρχημα
συντρῐηράρχ-ημα, ατος, τό,
A). contribution made by a συντριήραρχος, IG 22.1629.567 .


ShortDef

contribution made by a συντριήραρχος

Debugging

Headword:
συντριηράρχημα
Headword (normalized):
συντριηράρχημα
Headword (normalized/stripped):
συντριηραρχημα
IDX:
101062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101063
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συντρῐηράρχ-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">contribution made by a</span> <span class="foreign greek">συντριήραρχος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 22.1629.567 </span>.</div> </div><br><br>'}