Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συντρέπω
συντρέφω
συντρέχεια
συντρέχω
σύντρησις
σύντρητος
συντριαινόω
συντριβή
συντριβής
συντρίβω
συντριηραρχέω
συντριηράρχημα
συντριήραρχος
συντρίκλινος
σύντριμμα
συντριμμός
σύντριχος
Σύντριψ
σύντριψις
σύντροπος
συντροφέω
View word page
συντριηραρχέω
συντρῐηραρχ-έω,
A). to be a συντριήραρχος, c. dat., Lys. 6.47 , IG 22.1629.503 : abs., lsoc. 18.60 .


ShortDef

to be a συντριήραρχος

Debugging

Headword:
συντριηραρχέω
Headword (normalized):
συντριηραρχέω
Headword (normalized/stripped):
συντριηραρχεω
IDX:
101061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101062
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συντρῐηραρχ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be a</span> <span class="foreign greek">συντριήραρχος</span>, c. dat., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0540.tlg006.perseus-grc1:47" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0540.tlg006.perseus-grc1:47/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lys.</span> 6.47 </a>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 22.1629.503 </span>: abs., lsoc.<span class="bibl"> 18.60 </span>.</div> </div><br><br>'}