Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συντορέω
συντορμόω
συντορυνάω
συντραγῳδέω
συντρανόομαι
συντράπεζος
συντράχηλος
σύντρεις
συντρέπω
συντρέφω
συντρέχεια
συντρέχω
σύντρησις
σύντρητος
συντριαινόω
συντριβή
συντριβής
συντρίβω
συντριηραρχέω
συντριηράρχημα
συντριήραρχος
View word page
συντρέχεια
συντρέχεια, ,
A). agreement, PFlor. 288.2 (vi A.D.).


ShortDef

agreement

Debugging

Headword:
συντρέχεια
Headword (normalized):
συντρέχεια
Headword (normalized/stripped):
συντρεχεια
IDX:
101053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101054
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συντρέχεια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">agreement,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PFlor.</span> 288.2 </span> (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}