Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συντίτρημι
συντιτρώσκω
συντλάω
συντολμάω
συντομεύω
συντομή
συντομία
συντομίζω
συντόμιον
σύντομος
συντονάριος
συντονία
συντονολυδιστὶ
σύντονος
συντονόω
συντοξεύω
σύντοπος
συντόπωσις
συντορεύω
συντορέω
συντορμόω
View word page
συντονάριος
συντον-άριος,
A). pedicularius, Gloss.


ShortDef

pedicularius

Debugging

Headword:
συντονάριος
Headword (normalized):
συντονάριος
Headword (normalized/stripped):
συντοναριος
IDX:
101034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101035
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συντον-άριος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pedicularius,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}