Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συντινάσσω
συντίνω
συντιταίνω
συντίτρημι
συντιτρώσκω
συντλάω
συντολμάω
συντομεύω
συντομή
συντομία
συντομίζω
συντόμιον
σύντομος
συντονάριος
συντονία
συντονολυδιστὶ
σύντονος
συντονόω
συντοξεύω
σύντοπος
συντόπωσις
View word page
συντομίζω
συντομ-ίζω,
A). = συντέμνω , Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συντομίζω
Headword (normalized):
συντομίζω
Headword (normalized/stripped):
συντομιζω
IDX:
101031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101032
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συντομ-ίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">συντέμνω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}