Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συντηρητικός
συντίθημι
συντίκτω
συντίλλω
συντιμάω
συντίμησις
συντιμωρέω
συντινάσσω
συντίνω
συντιταίνω
συντίτρημι
συντιτρώσκω
συντλάω
συντολμάω
συντομεύω
συντομή
συντομία
συντομίζω
συντόμιον
σύντομος
συντονάριος
View word page
συντίτρημι
συντίτρημι,
A). v. συντετραίνω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συντίτρημι
Headword (normalized):
συντίτρημι
Headword (normalized/stripped):
συντιτρημι
IDX:
101024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101025
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συντίτρημι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συντετραίνω</span> .</div> </div><br><br>'}