Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συντηκτικός
συντηκτός
συντήκω
σύντηξις
συντηρέω
συντήρησις
συντηρητέον
συντηρητικός
συντίθημι
συντίκτω
συντίλλω
συντιμάω
συντίμησις
συντιμωρέω
συντινάσσω
συντίνω
συντιταίνω
συντίτρημι
συντιτρώσκω
συντλάω
συντολμάω
View word page
συντίλλω
συντίλλω,
A). pluck as well, AP 12.27 (Stat. Flacc., Pass.).


ShortDef

pluck as well

Debugging

Headword:
συντίλλω
Headword (normalized):
συντίλλω
Headword (normalized/stripped):
συντιλλω
IDX:
101017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101018
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συντίλλω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pluck as well,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 12.27 </span> (Stat. Flacc., Pass.).</div> </div><br><br>'}