Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συντεχνιτεύω
συντεχνίτης
σύντεχνος
σύντηγμα
συντηκτικός
συντηκτός
συντήκω
σύντηξις
συντηρέω
συντήρησις
συντηρητέον
συντηρητικός
συντίθημι
συντίκτω
συντίλλω
συντιμάω
συντίμησις
συντιμωρέω
συντινάσσω
συντίνω
συντιταίνω
View word page
συντηρητέον
συντηρ-ητέον
,
A).
one must preserve
,
ἐν ὑγιείᾳ τὸν ἄνθρωπον
Gal.
14.728
.
ShortDef
one must preserve
Debugging
Headword:
συντηρητέον
Headword (normalized):
συντηρητέον
Headword (normalized/stripped):
συντηρητεον
IDX:
101013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101014
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συντηρ-ητέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must preserve</span>, <span class="quote greek">ἐν ὑγιείᾳ τὸν ἄνθρωπον</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 14.728 </span> .</div> </div><br><br>'}