Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συντέρμων
συντέρπομαι
συντεταγμένως
συντεταμένως
συντετελεσμένως
συντετηρημένως
συντετμημένως
συντετραίνω
σύντευξις
συντεχνάζω
συντεχνάομαι
συντεχνία
συντεχνιτεύω
συντεχνίτης
σύντεχνος
σύντηγμα
συντηκτικός
συντηκτός
συντήκω
σύντηξις
συντηρέω
View word page
συντεχνάομαι
συντεχν-άομαι, Med.,
A). assist in the art of shipbuilding, Id. Demetr. 43 .


ShortDef

assist in the art

Debugging

Headword:
συντεχνάομαι
Headword (normalized):
συντεχνάομαι
Headword (normalized/stripped):
συντεχναομαι
IDX:
101001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101002
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συντεχν-άομαι</span>, Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">assist in the art</span> of shipbuilding, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg057:43" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg057:43/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Demetr.</span> 43 </a>.</div> </div><br><br>'}