συντετραίνω
συντετραίνω, Ch. 451 (lyr.), , later 2.11 συντίτρημι, pres. inf.
A). -τιτράναι , 3 sg. pres. imper. Pass. 5.238 -τιτράσθω ap. : fut. 44.23.59 -τρήσω: aor. -έτρησα: pf. Pass. -τέτρημαι:— unite by a boring, channel, or passage, ἀλλήλοισι ς. τοὺς μυχούς (cf. 2.11 παραλλάσσω 11.1 ); τὴν τοῦ ποτοῦ διέξοδον συνέτρησαν εἰς τὸν μυελόν they carried the passage through into the marrow, Ti. 91a , cf. Criti. 115d ; τοῖς συντρήσασιν εἰς τὰ τῶν πλησίον who have run a gallery into their neighbours' mines, :— Pass., [ 37.38 οἱ οὐρητῆρες] ἐς τὰ αἰδοῖα συντέτρηνται open directly into .., Aër. 9 (interpol.); εἰς ἀλλήλους -τετρῆσθαι Phd. 111d ;[ φάραγγες] συντετρημέναι πρὸς ἀλλήλας ; 3.44 εἰς ὃν ἡ θάλαττα συνετέτρητο Criti. 115e ; συντετρῆσθαι τὰ πελάγη ; 7.5.9 συντέτρηνται [αἱ κοιλίαι] πρὸς τὸν πλεύμονα HA 513a35 ; συντετρῆσθαι τὴν ὄσφρησιν τῷ στόματι Pr. 907b28 , cf. 963b7 ; οὐκ εἰς τὴν ψυχήν, ἀλλ’ εἰς τὴν γλῶτταν ἡ ἀκοὴ συντέτρηται ; 2.502d συντετρημένων τῶν μυκτήρων connected by a passage, Resp. 474a21 .
II). metaph., δῑ ὤτων δὲ συντέτραινε μῦθον let the words pierce in through thy ears, l.c.