Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συντέλομαι
συντέμνω
συντερατεύομαι
συντερετίζω
συντερμονέω
συντέρμων
συντέρπομαι
συντεταγμένως
συντεταμένως
συντετελεσμένως
συντετηρημένως
συντετμημένως
συντετραίνω
σύντευξις
συντεχνάζω
συντεχνάομαι
συντεχνία
συντεχνιτεύω
συντεχνίτης
σύντεχνος
σύντηγμα
View word page
συντετηρημένως
συντετηρημένως, Adv.
A). with utmost care, UPZ 20.30 (ii B.C.).


ShortDef

with utmost care

Debugging

Headword:
συντετηρημένως
Headword (normalized):
συντετηρημένως
Headword (normalized/stripped):
συντετηρημενως
IDX:
100996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100997
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συντετηρημένως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with utmost care</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">UPZ</span> 20.30 </span> (ii B.C.).</div> </div><br><br>'}