Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συντελικός
συντελίσκω
συντέλλω
συντέλομαι
συντέμνω
συντερατεύομαι
συντερετίζω
συντερμονέω
συντέρμων
συντέρπομαι
συντεταγμένως
συντεταμένως
συντετελεσμένως
συντετηρημένως
συντετμημένως
συντετραίνω
σύντευξις
συντεχνάζω
συντεχνάομαι
συντεχνία
συντεχνιτεύω
View word page
συντεταγμένως
συντεταγμένως, Adv.,(συντάσσω)
A). in set terms: v. sq.


ShortDef

in set terms

Debugging

Headword:
συντεταγμένως
Headword (normalized):
συντεταγμένως
Headword (normalized/stripped):
συντεταγμενως
IDX:
100993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100994
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συντεταγμένως</span>, Adv.,(<span class="etym greek">συντάσσω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">in set terms</span>: v. sq.</div> </div><br><br>'}