Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συντελέω
συντελής
συντελικός
συντελίσκω
συντέλλω
συντέλομαι
συντέμνω
συντερατεύομαι
συντερετίζω
συντερμονέω
συντέρμων
συντέρπομαι
συντεταγμένως
συντεταμένως
συντετελεσμένως
συντετηρημένως
συντετμημένως
συντετραίνω
σύντευξις
συντεχνάζω
συντεχνάομαι
View word page
συντέρμων
συντέρμων
,
ον
, gen.
ονος
,
A).
bordering on, close together,
APl.
4.185
.
ShortDef
bordering on, close together
Debugging
Headword:
συντέρμων
Headword (normalized):
συντέρμων
Headword (normalized/stripped):
συντερμων
IDX:
100991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100992
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συντέρμων</span>, <span class="itype greek">ον</span>, gen. <span class="itype greek">ονος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bordering on, close together,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">APl.</span> 4.185 </span>.</div> </div><br><br>'}