Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συντελέστρια
συντελευτάω
συντελέω
συντελής
συντελικός
συντελίσκω
συντέλλω
συντέλομαι
συντέμνω
συντερατεύομαι
συντερετίζω
συντερμονέω
συντέρμων
συντέρπομαι
συντεταγμένως
συντεταμένως
συντετελεσμένως
συντετηρημένως
συντετμημένως
συντετραίνω
σύντευξις
View word page
συντερετίζω
συντερετίζω,
A). whistle an accompaniment, Thphr. Char. 19.10 .


ShortDef

to whistle an accompaniment

Debugging

Headword:
συντερετίζω
Headword (normalized):
συντερετίζω
Headword (normalized/stripped):
συντερετιζω
IDX:
100989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100990
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συντερετίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">whistle an accompaniment</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg009:19:10" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg009:19.10/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thphr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Char.</span> 19.10 </a>.</div> </div><br><br>'}