Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συντελεστικός
συντελέστρια
συντελευτάω
συντελέω
συντελής
συντελικός
συντελίσκω
συντέλλω
συντέλομαι
συντέμνω
συντερατεύομαι
συντερετίζω
συντερμονέω
συντέρμων
συντέρπομαι
συντεταγμένως
συντεταμένως
συντετελεσμένως
συντετηρημένως
συντετμημένως
συντετραίνω
View word page
συντερατεύομαι
συντερᾰτεύομαι,
A). tell marvels together, Eust.ad D.P. 525 .


ShortDef

tell marvels together

Debugging

Headword:
συντερατεύομαι
Headword (normalized):
συντερατεύομαι
Headword (normalized/stripped):
συντερατευομαι
IDX:
100988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100989
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συντερᾰτεύομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">tell marvels together</span>, Eust.ad <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0084.tlg001:525" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0084.tlg001:525/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.P.</span> 525 </a>.</div> </div><br><br>'}