Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συντέλεσμα
συντελεστής
συντελεστικός
συντελέστρια
συντελευτάω
συντελέω
συντελής
συντελικός
συντελίσκω
συντέλλω
συντέλομαι
συντέμνω
συντερατεύομαι
συντερετίζω
συντερμονέω
συντέρμων
συντέρπομαι
συντεταγμένως
συντεταμένως
συντετελεσμένως
συντετηρημένως
View word page
συντέλομαι
συντέλομαι, pres. with fut. sense,
A). = συνέσομαι , SIG 527.69 (Drerus, iii B.C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συντέλομαι
Headword (normalized):
συντέλομαι
Headword (normalized/stripped):
συντελομαι
IDX:
100986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100987
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συντέλομαι</span>, pres. with fut. sense, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">συνέσομαι</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">SIG</span> 527.69 </span> (Drerus, iii B.C.).</div> </div><br><br>'}