Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συντέλεσις
συντέλεσμα
συντελεστής
συντελεστικός
συντελέστρια
συντελευτάω
συντελέω
συντελής
συντελικός
συντελίσκω
συντέλλω
συντέλομαι
συντέμνω
συντερατεύομαι
συντερετίζω
συντερμονέω
συντέρμων
συντέρπομαι
συντεταγμένως
συντεταμένως
συντετελεσμένως
View word page
συντέλλω
συντέλλω
,
A).
=
συντελέω
, prob. in
SIG
56.4
(Argos, v B.C.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συντέλλω
Headword (normalized):
συντέλλω
Headword (normalized/stripped):
συντελλω
IDX:
100985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100986
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συντέλλω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">συντελέω</span> , prob. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">SIG</span> 56.4 </span> (Argos, v B.C.).</div> </div><br><br>'}