Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συντελεσιουργία
συντέλεσις
συντέλεσμα
συντελεστής
συντελεστικός
συντελέστρια
συντελευτάω
συντελέω
συντελής
συντελικός
συντελίσκω
συντέλλω
συντέλομαι
συντέμνω
συντερατεύομαι
συντερετίζω
συντερμονέω
συντέρμων
συντέρπομαι
συντεταγμένως
συντεταμένως
View word page
συντελίσκω
συντελ-ίσκω, =
A). transcribo, Dosith. p.434 K.


ShortDef

transcribe, write over

Debugging

Headword:
συντελίσκω
Headword (normalized):
συντελίσκω
Headword (normalized/stripped):
συντελισκω
IDX:
100984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100985
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συντελ-ίσκω</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">transcribo</span>, Dosith.<span class="bibl"> p.434 </span> K.</div> </div><br><br>'}