συντελικός
συντελ-ικός, ή, όν,
A). belonging to (cf. συντέλεια 11.3 , συντελέω 111.2 ), Πατρεῖς καὶ τὸ μετὰ τούτων συντελικόν ; 38.16.4 συντελικὰ χρυσία gold paid by a body of persons paying tax jointly, (vi A.D.); 4.15 contributory, in Cat. 373.1 ; ὅσα ς. τῆς τροπῆς the effectively completing parts of the metaphor, Inv. 4.10 .
II). Gramm., τὸ ς. the aorist, , Id.(?) in 315 PLit.Lond. 183 , Sch.A ; 21.33 διάθεσις ς. prob. in Synt. 70.9 ; περὶ ς. ἀξιωμάτων, title (dub. sens.) of work by Chrysippus, Stoic. 2.5 . Adv. κῶς Sch.All. 9.578 , Sch. T , 1.600 Lex. s.v. ἰών .
2). ὁ παρακείμενος καλεῖται ἐνεστὼς ς. the perfect is called the completed present, Sch.D.T. p.251 H., cf. in Theod. 2.12 H.
3). στάσις ς., = conjectura, Athenaeus ap. Inst. 3.6.47 .