Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συντεκταίνομαι
συντελέθω
συντέλεια
συντελειόω
συντελείωσις
συντελεσιουργία
συντέλεσις
συντέλεσμα
συντελεστής
συντελεστικός
συντελέστρια
συντελευτάω
συντελέω
συντελής
συντελικός
συντελίσκω
συντέλλω
συντέλομαι
συντέμνω
συντερατεύομαι
συντερετίζω
View word page
συντελέστρια
συντελές-τρια
,
ἡ
, fem. of
συντελεστής
,
PMasp.
325i
v
A
12
(vi A.D.),
Priscian.
Inst.
5.7.40
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συντελέστρια
Headword (normalized):
συντελέστρια
Headword (normalized/stripped):
συντελεστρια
IDX:
100979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100980
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συντελές-τρια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. of <span class="foreign greek">συντελεστής</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMasp.</span> 325i </span>v <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">A</span> 12 </span> (vi A.D.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Priscian.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Inst.</span> 5.7.40 </span>.</div><br><br>'}