Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συντεκμαίρομαι
συντεκμηριόομαι
συντεκνοποιέω
σύντεκνος
συντεκνόω
συντεκταίνομαι
συντελέθω
συντέλεια
συντελειόω
συντελείωσις
συντελεσιουργία
συντέλεσις
συντέλεσμα
συντελεστής
συντελεστικός
συντελέστρια
συντελευτάω
συντελέω
συντελής
συντελικός
συντελίσκω
View word page
συντελεσιουργία
συντελεσιουργία, ,
A). completion, Poll. 9.157 .


ShortDef

completion

Debugging

Headword:
συντελεσιουργία
Headword (normalized):
συντελεσιουργία
Headword (normalized/stripped):
συντελεσιουργια
IDX:
100974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100975
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συντελεσιουργία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">completion</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:9:157" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:9.157/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 9.157 </a>.</div> </div><br><br>'}