Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνταλασιουργέω
συνταμίας
συντάμνω
συντανύω
συνταξιαρχία
συντάξιμον
σύνταξις
συνταπεινόομαι
συντάραξις
συνταράσσω
συνταργανόομαι
συνταρρόομαι
σύνταρρος
σύντασις
συντάσσω
συντατέον
συντατικός
συνταυροτάφος
σύνταφος
συνταχύνω
συντείνω
View word page
συνταργανόομαι
συνταργᾰνόομαι
, Pass.,
A).
to be wrapped up, entangled in
,
Lyc.
1101
.
ShortDef
to be wrapped up, entangled in
Debugging
Headword:
συνταργανόομαι
Headword (normalized):
συνταργανόομαι
Headword (normalized/stripped):
συνταργανοομαι
IDX:
100952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100953
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνταργᾰνόομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be wrapped up, entangled in</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 1101 </span>.</div> </div><br><br>'}