Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συντακής
συντακτέον
συντακτήρ
συντακτικός
συντακτήριος
συντακτός
συνταλαιπωρέω
συνταλαιπωρία
συνταλασιουργέω
συνταμίας
συντάμνω
συντανύω
συνταξιαρχία
συντάξιμον
σύνταξις
συνταπεινόομαι
συντάραξις
συνταράσσω
συνταργανόομαι
συνταρρόομαι
σύνταρρος
View word page
συντάμνω
συντάμνω,
A). v. συντέμνω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συντάμνω
Headword (normalized):
συντάμνω
Headword (normalized/stripped):
συνταμνω
IDX:
100944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100945
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συντάμνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συντέμνω</span> .</div> </div><br><br>'}