Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνταγμάτιον
συνταγματογράφος
συντακής
συντακτέον
συντακτήρ
συντακτικός
συντακτήριος
συντακτός
συνταλαιπωρέω
συνταλαιπωρία
συνταλασιουργέω
συνταμίας
συντάμνω
συντανύω
συνταξιαρχία
συντάξιμον
σύνταξις
συνταπεινόομαι
συντάραξις
συνταράσσω
συνταργανόομαι
View word page
συνταλασιουργέω
συντᾰλᾰσιουργέω,
A). work wool together, Clearch. 6 .


ShortDef

work wool together

Debugging

Headword:
συνταλασιουργέω
Headword (normalized):
συνταλασιουργέω
Headword (normalized/stripped):
συνταλασιουργεω
IDX:
100942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100943
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συντᾰλᾰσιουργέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">work wool together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1270.tlg001:6" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1270.tlg001:6/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Clearch.</span> 6 </a>.</div> </div><br><br>'}