Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνταγματικός
συνταγμάτιον
συνταγματογράφος
συντακής
συντακτέον
συντακτήρ
συντακτικός
συντακτήριος
συντακτός
συνταλαιπωρέω
συνταλαιπωρία
συνταλασιουργέω
συνταμίας
συντάμνω
συντανύω
συνταξιαρχία
συντάξιμον
σύνταξις
συνταπεινόομαι
συντάραξις
συνταράσσω
View word page
συνταλαιπωρία
συντᾰλαιπωρ-ία, ,
A). joint sufferings, Plb. 28.6.7 (pl.).


ShortDef

joint sufferings

Debugging

Headword:
συνταλαιπωρία
Headword (normalized):
συνταλαιπωρία
Headword (normalized/stripped):
συνταλαιπωρια
IDX:
100941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100942
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συντᾰλαιπωρ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">joint sufferings</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:28:6:7" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:28:6:7/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plb.</span> 28.6.7 </a> (pl.).</div> </div><br><br>'}