Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνταγματάρχης
συνταγματαρχία
συνταγματικός
συνταγμάτιον
συνταγματογράφος
συντακής
συντακτέον
συντακτήρ
συντακτικός
συντακτήριος
συντακτός
συνταλαιπωρέω
συνταλαιπωρία
συνταλασιουργέω
συνταμίας
συντάμνω
συντανύω
συνταξιαρχία
συντάξιμον
σύνταξις
συνταπεινόομαι
View word page
συντακτός
συντακ-τός, , όν,
A). constructed with (cf. συντάσσω 11.5 ), ὀρθῇ πτώσει Stoic. 2.59 : also abs., πρᾶγμα συντακτὸν περί τινος, as a definition of κατηγόρημα, Apollod.ibid., cf. Diog.Bab.ib. 3.213 .


ShortDef

constructed with

Debugging

Headword:
συντακτός
Headword (normalized):
συντακτός
Headword (normalized/stripped):
συντακτος
IDX:
100939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100940
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συντακ-τός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">constructed with</span> (cf. <span class="quote greek">συντάσσω</span> <span class="bibl"> 11.5 </span> ), <span class="quote greek">ὀρθῇ πτώσει</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Stoic.</span> 2.59 </span> : also abs., <span class="foreign greek">πρᾶγμα συντακτὸν περί τινος</span>, as a definition of <span class="foreign greek">κατηγόρημα</span>, Apollod.ibid., cf. Diog.Bab.ib.<span class="bibl"> 3.213 </span>.</div> </div><br><br>'}