συνόχωκα, old Ep. intr. pf. of
Συνοχόω,
A). to be σύνοχος, ὤμω ἐπὶ στῆθος συνοχωκότε shoulders
bent in or
contracted upon the chest,
Il. 2.218 (
συνοκωχότε in
Hsch. is prob. an ancient cj., as if pf. of
συνέχω).
II). collapse,
τείχεος ὡς ἤδη συνοχωκότος ἐν κονίῃσιν Q.S. 7.502 .