Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνοφρυόομαι
σύνοφρυς
συνοφρύωμα
συνοχεύς
συνοχέω
συνοχή
συνοχηδόν
συνοχηΐς
συνοχικός
συνοχίτης
συνοχμάζω
συνοχμός
συνοχος
συνοχυρόομαι
συνόχωκα
συνοψίζω
σύνοψις
συνοψοφαγέω
συνρ
συνταγεύω
συνταγή
View word page
συνοχμάζω
συνοχμάζω,
A). bind together, δεσμῷ πόδα Luc. Trag. 216 .


ShortDef

bind together

Debugging

Headword:
συνοχμάζω
Headword (normalized):
συνοχμάζω
Headword (normalized/stripped):
συνοχμαζω
IDX:
100917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100918
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνοχμάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bind together</span>, <span class="quote greek">δεσμῷ πόδα</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Trag.</span> 216 </span> .</div> </div><br><br>'}