Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνουσιόομαι
συνουσίωσις
συνουτάομαι
συνοφείλω
συνοφρυόομαι
σύνοφρυς
συνοφρύωμα
συνοχεύς
συνοχέω
συνοχή
συνοχηδόν
συνοχηΐς
συνοχικός
συνοχίτης
συνοχμάζω
συνοχμός
συνοχος
συνοχυρόομαι
συνόχωκα
συνοψίζω
σύνοψις
View word page
συνοχηδόν
συνοχ-ηδόν, Adv.
A). in confinement, AP 9.343 ( Arch.).


ShortDef

holding together

Debugging

Headword:
συνοχηδόν
Headword (normalized):
συνοχηδόν
Headword (normalized/stripped):
συνοχηδον
IDX:
100913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100914
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνοχ-ηδόν</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">in confinement,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 9.343 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arch.</span></span>).</div> </div><br><br>'}