Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύνουρος
συνουσία
συνουσιάζω
συνουσίασμα
συνουσιασμός
συνουσιαστής
συνουσιαστικός
συνουσιόομαι
συνουσίωσις
συνουτάομαι
συνοφείλω
συνοφρυόομαι
σύνοφρυς
συνοφρύωμα
συνοχεύς
συνοχέω
συνοχή
συνοχηδόν
συνοχηΐς
συνοχικός
συνοχίτης
View word page
συνοφείλω
συνοφείλω, in Pass.,
A). to be owed jointly, PSI 4.391.17 (iii B.C.).


ShortDef

to be owed jointly

Debugging

Headword:
συνοφείλω
Headword (normalized):
συνοφείλω
Headword (normalized/stripped):
συνοφειλω
IDX:
100906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100907
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνοφείλω</span>, in Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be owed jointly</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PSI</span> 4.391.17 </span> (iii B.C.).</div> </div><br><br>'}