Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνορούω
συνοροφόω
συνορφανιστής
συνορχέομαι
συνόσα
συνοσφραίνω
συνοτρύνω
συνουετρανός
συνουλόω
συνούλωσις
συνουλωτικός
σύνουρος
συνουσία
συνουσιάζω
συνουσίασμα
συνουσιασμός
συνουσιαστής
συνουσιαστικός
συνουσιόομαι
συνουσίωσις
συνουτάομαι
View word page
συνουλωτικός
συνουλ-ωτικός
,
ή
,
όν
,
A).
promoting cicatrization
,
Gal.
10.199
,
Hsch.
ShortDef
promoting cicatrization
Debugging
Headword:
συνουλωτικός
Headword (normalized):
συνουλωτικός
Headword (normalized/stripped):
συνουλωτικος
IDX:
100895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100896
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνουλ-ωτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">promoting cicatrization</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 10.199 </span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}