Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνόρνυμαι
σύνορος
συνορούω
συνοροφόω
συνορφανιστής
συνορχέομαι
συνόσα
συνοσφραίνω
συνοτρύνω
συνουετρανός
συνουλόω
συνούλωσις
συνουλωτικός
σύνουρος
συνουσία
συνουσιάζω
συνουσίασμα
συνουσιασμός
συνουσιαστής
συνουσιαστικός
συνουσιόομαι
View word page
συνουλόω
συνουλ-όω
,
A).
cause to cicatrize completely
,
Gal.
13.503
,
Gp.
12.12.2
.
ShortDef
cause to cicatrize completely
Debugging
Headword:
συνουλόω
Headword (normalized):
συνουλόω
Headword (normalized/stripped):
συνουλοω
IDX:
100893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100894
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνουλ-όω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cause to cicatrize completely</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 13.503 </span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.</span> 12.12.2 </span>.</div> </div><br><br>'}