Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνορμίζω
συνόρνυμαι
σύνορος
συνορούω
συνοροφόω
συνορφανιστής
συνορχέομαι
συνόσα
συνοσφραίνω
συνοτρύνω
συνουετρανός
συνουλόω
συνούλωσις
συνουλωτικός
σύνουρος
συνουσία
συνουσιάζω
συνουσίασμα
συνουσιασμός
συνουσιαστής
συνουσιαστικός
View word page
συνουετρανός
συνουετρανός, ,
A). fellow-veteran, BGU 327.5 (ii A.D.); cf. συνβετρανός.


ShortDef

fellow-veteran

Debugging

Headword:
συνουετρανός
Headword (normalized):
συνουετρανός
Headword (normalized/stripped):
συνουετρανος
IDX:
100892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100893
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνουετρανός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fellow-veteran</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 327.5 </span> (ii A.D.); cf. <span class="foreign greek">συνβετρανός</span>.</div> </div><br><br>'}