Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνόρμενος
συνορμέω
συνορμίζω
συνόρνυμαι
σύνορος
συνορούω
συνοροφόω
συνορφανιστής
συνορχέομαι
συνόσα
συνοσφραίνω
συνοτρύνω
συνουετρανός
συνουλόω
συνούλωσις
συνουλωτικός
σύνουρος
συνουσία
συνουσιάζω
συνουσίασμα
συνουσιασμός
View word page
συνοσφραίνω
συνοσφραίνω,
A). give to smell together, Archig. ap. Gal. 13.175 .


ShortDef

give to smell together

Debugging

Headword:
συνοσφραίνω
Headword (normalized):
συνοσφραίνω
Headword (normalized/stripped):
συνοσφραινω
IDX:
100890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100891
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνοσφραίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">give to smell together</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Archig.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 13.175 </span>.</div> </div><br><br>'}