Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σύνορκος
συνορμάς
συνορμάω
συνόρμενος
συνορμέω
συνορμίζω
συνόρνυμαι
σύνορος
συνορούω
συνοροφόω
συνορφανιστής
συνορχέομαι
συνόσα
συνοσφραίνω
συνοτρύνω
συνουετρανός
συνουλόω
συνούλωσις
συνουλωτικός
σύνουρος
συνουσία
View word page
συνορφανιστής
συνορφᾰνιστής
,
οῦ
,
ὁ
,
A).
fellow guardian of orphans
, prob.in
SIG
364.28
(Ephesus, iii B.C.).
ShortDef
fellow guardian of orphans
Debugging
Headword:
συνορφανιστής
Headword (normalized):
συνορφανιστής
Headword (normalized/stripped):
συνορφανιστης
IDX:
100887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100888
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνορφᾰνιστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fellow guardian of orphans</span>, prob.in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">SIG</span> 364.28 </span> (Ephesus, iii B.C.).</div> </div><br><br>'}