Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνόριον
συνορκέω
σύνορκος
συνορμάς
συνορμάω
συνόρμενος
συνορμέω
συνορμίζω
συνόρνυμαι
σύνορος
συνορούω
συνοροφόω
συνορφανιστής
συνορχέομαι
συνόσα
συνοσφραίνω
συνοτρύνω
συνουετρανός
συνουλόω
συνούλωσις
συνουλωτικός
View word page
συνορούω
συνορούω,
A). rush on together, συνόρουσαν ἐναντίοι A.R. 2.88 .


ShortDef

rush on together

Debugging

Headword:
συνορούω
Headword (normalized):
συνορούω
Headword (normalized/stripped):
συνορουω
IDX:
100885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100886
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνορούω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">rush on together</span>, <span class="quote greek">συνόρουσαν ἐναντίοι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:2:88" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:2.88/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.R.</span> 2.88 </a> .</div> </div><br><br>'}