Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνορθιάζω
συνορθόω
σύνορθρος
συνορία
συνοριγνάομαι
συνορίζω
συνορίνω
συνόριον
συνορκέω
σύνορκος
συνορμάς
συνορμάω
συνόρμενος
συνορμέω
συνορμίζω
συνόρνυμαι
σύνορος
συνορούω
συνοροφόω
συνορφανιστής
συνορχέομαι
View word page
συνορμάς
συνορμάς, άδος, ,
A). = συνδρομάς, συμπληγάς , Simon. 22 (pl.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνορμάς
Headword (normalized):
συνορμάς
Headword (normalized/stripped):
συνορμας
IDX:
100878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100879
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνορμάς</span>, <span class="itype greek">άδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">συνδρομάς, συμπληγάς</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0261.tlg001:22" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0261.tlg001:22/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Simon.</span> 22 </a> (pl.).</div> </div><br><br>'}