Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνοργίζομαι
συνορέγομαι
συνορέω
συνορθιάζω
συνορθόω
σύνορθρος
συνορία
συνοριγνάομαι
συνορίζω
συνορίνω
συνόριον
συνορκέω
σύνορκος
συνορμάς
συνορμάω
συνόρμενος
συνορμέω
συνορμίζω
συνόρνυμαι
σύνορος
συνορούω
View word page
συνόριον
συνόριον, τό,
A). = συνορία , Hdn. Epim. 173 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνόριον
Headword (normalized):
συνόριον
Headword (normalized/stripped):
συνοριον
IDX:
100875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100876
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνόριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">συνορία</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0087.tlg036:173" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0087.tlg036:173/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hdn.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Epim.</span> 173 </a>.</div> </div><br><br>'}