Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνορατικός
συνοράω
συνοργιάζω
συνοργίζομαι
συνορέγομαι
συνορέω
συνορθιάζω
συνορθόω
σύνορθρος
συνορία
συνοριγνάομαι
συνορίζω
συνορίνω
συνόριον
συνορκέω
σύνορκος
συνορμάς
συνορμάω
συνόρμενος
συνορμέω
συνορμίζω
View word page
συνοριγνάομαι
συνοριγνάομαι,
A). desire together, τοῦ πλείονος Anon. ap. Suid.


ShortDef

desire together

Debugging

Headword:
συνοριγνάομαι
Headword (normalized):
συνοριγνάομαι
Headword (normalized/stripped):
συνοριγναομαι
IDX:
100872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100873
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνοριγνάομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">desire together</span>, <span class="quote greek">τοῦ πλείονος</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Anon.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}