Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνοπτικός
σύνοπτος
σύνοπτρον
συνορατέον
συνορατικός
συνοράω
συνοργιάζω
συνοργίζομαι
συνορέγομαι
συνορέω
συνορθιάζω
συνορθόω
σύνορθρος
συνορία
συνοριγνάομαι
συνορίζω
συνορίνω
συνόριον
συνορκέω
σύνορκος
συνορμάς
View word page
συνορθιάζω
συνορθιάζω,
A). rise up together, Ph. 1.319 .


ShortDef

rise up together

Debugging

Headword:
συνορθιάζω
Headword (normalized):
συνορθιάζω
Headword (normalized/stripped):
συνορθιαζω
IDX:
100868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100869
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνορθιάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">rise up together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1:319" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1.319/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 1.319 </a>.</div> </div><br><br>'}