Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνοπαδός
συνοπάζομαι
συνοπάων
συνοπλίζομαι
σύνοπλος
συνοπλοφορέω
συνοπτάω
συνοπτέον
συνοπτικός
σύνοπτος
σύνοπτρον
συνορατέον
συνορατικός
συνοράω
συνοργιάζω
συνοργίζομαι
συνορέγομαι
συνορέω
συνορθιάζω
συνορθόω
σύνορθρος
View word page
σύνοπτρον
σύνοπ-τρον, τό,
A). orrery, Id.


ShortDef

orrery

Debugging

Headword:
σύνοπτρον
Headword (normalized):
σύνοπτρον
Headword (normalized/stripped):
συνοπτρον
IDX:
100860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100861
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύνοπ-τρον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">orrery</span>, Id.</div> </div><br><br>'}