σύνοπτος
σύνοπ-τος, ον,
A). that can be seen, visible, τάφος ς. πρὸς τὴν τῶν Κορινθίων χώραν visible from Corinthian territory, Pol. 1274a38 ; τοῖς μακρὰν ἀπέχουσι ς. Mir. 843a9 ; ἀντίγραφα εἰς τὸ δημόσιον μάλιστα ἑστάναι ς. τοῖς ἀναγιγνώσκουσιν PFay. 20.23 (iii A.D.); ὄρος, ἐξ οὗ ς. ἐστιν ἡ Ῥώμη ; 9.24 κίνδυνος ἅπασι ς. ; 2.28.9 ς. οὐδὲν ἦν ἀπὸ τῶν πολεμίων Tim. 27 ; ἐν συνόπτῳ εἶναι to be within sight of land, v.l. for ἀπόπτῳ in Ep. 1.4 .
II). intelligible,