Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνομόψηφος
συνομωνυμέω
συνομώνυμος
συνοξύνω
σύνοξυς
συνοπαδός
συνοπάζομαι
συνοπάων
συνοπλίζομαι
σύνοπλος
συνοπλοφορέω
συνοπτάω
συνοπτέον
συνοπτικός
σύνοπτος
σύνοπτρον
συνορατέον
συνορατικός
συνοράω
συνοργιάζω
συνοργίζομαι
View word page
συνοπλοφορέω
συνοπλοφορέω,
A). bear arms together, Them. Or. 4.59a .


ShortDef

bear arms together

Debugging

Headword:
συνοπλοφορέω
Headword (normalized):
συνοπλοφορέω
Headword (normalized/stripped):
συνοπλοφορεω
IDX:
100855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100856
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνοπλοφορέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bear arms together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2001.tlg004:59a" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2001.tlg004:59a/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Them.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Or.</span> 4.59a </a>.</div> </div><br><br>'}