Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνομορέω
συνομοταγέω
συνομόψηφος
συνομωνυμέω
συνομώνυμος
συνοξύνω
σύνοξυς
συνοπαδός
συνοπάζομαι
συνοπάων
συνοπλίζομαι
σύνοπλος
συνοπλοφορέω
συνοπτάω
συνοπτέον
συνοπτικός
σύνοπτος
σύνοπτρον
συνορατέον
συνορατικός
συνοράω
View word page
συνοπλίζομαι
συνοπλ-ίζομαι, Pass.,
A). to be a companion in arms, Poll. 1.152 .


ShortDef

to be a companion in arms

Debugging

Headword:
συνοπλίζομαι
Headword (normalized):
συνοπλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
συνοπλιζομαι
IDX:
100853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100854
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνοπλ-ίζομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be a companion in arms</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:1:152" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:1.152/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 1.152 </a>.</div> </div><br><br>'}